- παγκάκιστος
- πάγκακοςutterly badmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παγκάκιστος — η, ο (Μ παγκάκιστος, ον) 1. (κυρίως σε συναξάρια για τον διάβολο) γεμάτος κακία, μοχθηρός 2. προσωνυμία μερικών αυτοκρατόρων ή αρχόντων τού Βυζαντίου οι οποίοι υπήρξαν διώκτες τού χριστιανισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κάκιστος] … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek